εκνευρισμός

εκνευρισμός
ο
ψυχική διέγερση από πνευματική ή σωματική κόπωση, η ευαισθησία των νεύρων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκνευρισμός — ο (Μ ἐκνευρισμός) νεοελλ. 1. διαταραχή τής ισορροπίας τού νευρικού συστήματος 2. αναστάτωση, ανησυχία μσν. αποχαύνωση …   Dictionary of Greek

  • νευρίασμα — και νεύριασμα, το [νευριάζω] εκνευρισμός, η κατάσταση και το αποτέλεσμα τού νευριάζω …   Dictionary of Greek

  • τσίνα — η, Ν εκνευρισμός, οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. τσινώ] …   Dictionary of Greek

  • τσατίλα — και τσαντίλα, η, Ν εκνευρισμός, θυμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσατίζω / τσαντίζω + κατάλ. ίλα (πρβλ. σκασ ίλα)] …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”